- έννοια
- (I)η (AM ἔννοια) [εννοώ]1. η αντίληψη, η σύλληψη με τον νου τού περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η ιδέα που σχηματίζεται στον νου για ένα πράγμα («η έννοια τού ανθρώπου»«τοῡ καλοῡ ἔννοιαν ἔχειν», Αριστοτ.)2. (λογ. και ψυχολ.) η καθολική εικόνα ή παράσταση που περιλαμβάνει τα κύρια γνωρίσματα ενός ή περισσότερων αντικειμένων με τα οποία εκφράζεται η ουσία τών αντικειμένων αυτών3. σημασία, ερμηνεία, νόημα φράσεως ή λέξεωςνεοελλ.(για κατάσταση, έκφραση, ιδιότητα, γεγονός) το πραγματικό, ακριβές νόημα («η έννοια τής ελευθερίας δεν είναι αντίθετη στη νομιμοφροσύνη»)μσν.- νεοελλ.σπουδαιότητα, σημασία («η έννοια τού διαβήματος είναι σημαντική»)αρχ.1. σκέψη, διαλογισμός («ἔννοια συντονία διανοίας», Πλάτ.)2. αυτό που σχεδίασε κάποιος να κάνει ή να υποστεί («Ἥρας δὲ τὴν ἔννοιαν ἐν ταυτῷ μένειν», Ευρ.)3. (ειδ.) (για διαθήκη) η πρόθεση τού διαθέτη4. βάσιμη κρίση, έλλογη εκτίμηση, σωστή αντίληψη5. (ρητορ.) σκέψη που διατυπώνεται με λόγια.————————(II)η (Μ ἔννοια)βλ. έγνοια.
Dictionary of Greek. 2013.